αγλεουρίζω

αγλεουρίζω
και αγκλεουρίζω [αγλέουρας]
1. δηλητηριάζω τα νερά ποταμού, λίμνης ή θάλασσας με αγλέουρα, για να πιάσω τα ψάρια ή τα χέλια που θα δηλητηριαστούν με αυτόν τον τρόπο
2. ψαρεύω σε ποταμό, λίμνη ή θάλασσα, αφού προηγουμένως δηλητηριάσω τα νερά με αγλέουρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγκλεουρίζω — βλ. αγλεουρίζω …   Dictionary of Greek

  • αγλέουρας — και αγλέορας και αγκλέορας και αγκλέουρας, ο 1. Βοτ. κοινή ονομασία τού δηλητηριώδους είδους Euphorbia biglandulosa τού γένους Ευφορβία* τής οικογένειας τών Ευφορβιδών 2. φρ. «έφαγε τον αγλέουρα», έφαγε υπερβολικά, μέχρι σκασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”